- δεκάτης
- δέκατοςtenthfem gen sg (attic epic ionic)δεκάτηfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δεκατώνω — (AM δεκατῶ, όω Μ και δεκατώνω) [δεκάτη] εισπράττω τον φόρο τής δεκάτης νεοελλ. δεκατιάζω, μουτζώνω με τα δύο χέρια αρχ. παθ. δεκατούμαι αναγκάζομαι να πληρώσω τον φόρο τής δεκάτης … Dictionary of Greek
Θερμιδώρ — (Τhermidor). O ενδέκατος μήνας του χρόνου, κατά το ημερολόγιο που καθιερώθηκε στη Γαλλία μετά την επανάσταση του 1789 και ίσχυσε από το 1793 έως το 1805. Αντιστοιχούσε στην περίοδο από 19/20 Ιουλίου – 17/18 Αυγούστου του γρηγοριανού ημερολογίου… … Dictionary of Greek
десѧтыи — (63) пр. Десятый: и ѿ вьсего сѹщаго манастырьскааго десѩтѹю часть да˫аше имъ. ЖФП XII, 51а; и тако аще плоды пока˫ани˫а покажеть. въ десѩтоѥ лѣто въ мл҃твѹ вѣрьныихъ при˫атъ бѹдеть. бес приношени˫а. (δεκάτῳ) КЕ XII, 196б; девѩтоѥ же и десѩтоѥ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
SIPHNOS — quae et Merope, teste Stephan. seu Meropia et Acis, teste Pliniô, l. 4. c. 14. Sifano Sophiano, insula maris Aegaei, una Cycladum, inter Melon ad Austrum, et Dolon ad Arctos. Siphnum (inquit vir magnus Phoen. col. l. 1. c. 14.) cetera miseram… … Hofmann J. Lexicon universale
Γάλλος — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 430 κάτ.) του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από το Ρέθυμνο, σε μια περιοχή κατάφυτη από βελανιδιές. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ρεθύμνης. II Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1.… … Dictionary of Greek
αδεκάτευτος — ἀδεκάτευτος, ον (Α) [δεκατεύω] αυτός που δεν υπόκειται στον φόρο τής δεκάτης*, ο αφορολόγητος … Dictionary of Greek
αποδεκατώ — ἀποδεκατῶ ( όω) (AM) παίρνω ή καταβάλλω το δέκατο ενός ποσού, τον φόρο της δεκάτης μσν. προσφέρω στον Θεό ημέρες νηστείας. [ΕΤΥΜΟΛ. απο * + δεκατώ < δέκατος, η, ον < δέκα] … Dictionary of Greek
γάλλος — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 430 κάτ.) του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από το Ρέθυμνο, σε μια περιοχή κατάφυτη από βελανιδιές. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ρεθύμνης. II Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1.… … Dictionary of Greek
δεκάτευση — η (AM δεκάτευσις) [δεκατεύω] νεοελλ. ο καθορισμός τού φόρου τής δεκάτης* αρχ. 1. ο αποδεκατισμός 2. στρατιωτική ποινή σε στασιαστές ή λιποτάκτες τού ρωμαϊκού στρατού σύμφωνα με την οποία όριζαν με κλήρο και εκτελούσαν έναν από κάθε δεκάδα … Dictionary of Greek
δεκάτωσις — δεκάτωσις, η (AM) [δεκατώ] η επιβολή τού φόρου τής δεκάτης … Dictionary of Greek